- ίζημα
- Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή διάλυμά τους.
Αν συμπυκνωθεί με εξάτμιση διάλυμα χλωριούχου νατρίου προκύπτει ένα κρυσταλλικό ί. Διαπιστώνεται επίσης καθίζηση του θειικού ασβεστίου, αν προστεθεί αλκοόλη σε υδατικό διάλυμα αυτού του άλατος. Αν στο ίδιο διάλυμα διοχετευθεί ρεύμα διοξειδίου του άνθρακα, προκύπτει ί. ανθρακικού ασβεστίου, ενώ σε διάλυμα νιτρικού αργύρου καθιζάνει χλωριούχος άργυρος, με την προσθήκη διαλύματος που περιέχει ιόντα χλωρίου.
Ανάλογα με τη μορφή και τις φυσικές τους ιδιότητες, τα ι. μπορεί να είναι κρυσταλλικά, άμορφα, κολλοειδή, έγχρωμα, λευκά, βαριά, ελαφριά, θυσανοειδή ή ογκώδη. Οι ιδιότητες αυτές είναι χαρακτηριστικές για κάθε ένωση και επιτρέπουν έτσι την ποιοτική αναγνώρισή της και μερικές φορές την ποσοτική αναλογία της. Αν το ί. που διαχωρίζεται από ένα διάλυμα είναι ποσοτικά πολύ λίγο και καθιζάνει με δυσκολία, το διάλυμα καλείται νεφελώδες.
Σε ένα διάλυμα θειικού χαλκού, που έχει υποστεί επεξεργασία με υδροξείδιο του νατρίου, καθιζάνει το υδροξείδιο του χαλκού, που είναι θυσανοειδές και κυανό. Στις φωτογραφίες διακρίνονται οι διάφορες φάσεις που μεσολαβούν κατά τον σχηματισμό του ιζήματος.
* * *-ήματος, το (Α ἵζημα) [ίζω]νεοελλ.1. κατακάθι, υποστάθμη2. χημ. το αδιάλυτο στερεό που αποχωρίζεται από ένα διάλυμα υπό την επίδραση κάποιου αντιδραστηρίου3. γεωλ. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερόαρχ.1. καθίζηση, βύθιση, υποχώρηση προς τα κάτω2. (μτφ. για τον λόγο, το ύφος) βάθος («ὕψη ἱζήματα μηδαμοῡ λαμβάνοντα», Λογγίν.).
Dictionary of Greek. 2013.